- Αλβανός
- ο , Αλβανίδα η албан|ец, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Αλβανός — ο (Μ Ἀλβανὸς) (Ν θηλ. ίδα) ο κάτοικος τής Αλβανίας ή όποιος κατάγεται από εκεί. [ ΠΑΡ. νεοελλ. αλβανίζω, αλβανικός, αλβανόπουλο. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλβανόγλωσσος, αλβανοελληνικός, αλβανομαθής, αλβανόπαις, αλβανόφιλος, αλβανόφωνος] … Dictionary of Greek
Αλβανός — θηλ. ίδα και Αρβανίτης θηλ. ίτισσα αυτός που έχει αλβανική εθνικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σέχου, Μεχμέτ — Αλβανός πολιτικός (Τίρανα 1913 1982). Τελείωσε τις σπουδές του στη Γαλλία και στη συνέχεια έλαβε μέρος στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Έγινε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου στρατού το 1946 και μπήκε στην πολιτική το 1948 και ανάλαβε τα καθήκοντα του … Dictionary of Greek
Σιλίκι, Λαζάρ — Αλβανός ποιητής (Σκόδρα 1924). Πήρε ενεργό μέρος κατά τον πόλεμο για την απελευθέρωση της Αλβανίας σαν αρχισυντάκτης της μυστικής αντιφασιστικής εφημερίδας Liri (Ελευθερία). Οι ναζί τον κλείσανε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Πρίστινα. Μετά τον… … Dictionary of Greek
Σπάσε, Στέργιο — Αλβανός συγγραφέας (Γκλομπότς, Κορτς 1914). Όλα του τα έργα είναι εμπνευσμένα από την κοινωνική ζωή της χώρας του. Με το πρώτο του μυθιστόρημα Γιατί; (1935), ο Σ. μας περιγράφει τη δραματική κατάσταση της νεολαίας στην περίοδο του… … Dictionary of Greek
Σπάτας, Ιωάννης — Αλβανός δεσπότης (14ος αι.). Κληρονόμησε από τον πατέρα του Πέτρο Μπούα Σπάτα το Αγγελόκαστρο και τον Αετό. Για το γάμο του με την Ελένη Πρελιούμποφ σκα πήρε ως προίκα τη Βελά, τη Δρυϊνούπολη και τη Βαγενετία (1357). Την ίδια χρονιά κυρίευσε την… … Dictionary of Greek
Στερμίλι, Χακί — Αλβανός συγγραφέας (Ντίμπερ 1895 – Τίρανα 1953). Προοδευτικός δημοκράτης, πήρε μέρος σε διάφορα κινήματα για την ανεξαρτησία της πατρίδας του καθώς και στους κοινωνικούς της αγώνες. Αξιόλογα έργα του είναι το δράμα Η αξιολύπητη Ντιμπράνα και το… … Dictionary of Greek
Ταφίλ, Μπουζ — Αλβανός φύλαρχος και οπλαρχηγός στην υπηρεσία του Αλή πασά, ο οποίος προσχώρησε στον Ομέρ Βρυώνη και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του για την κατάπνιξη της Επανάστασης (Απρίλιος 1821). Συμμετείχε στη μάχη της Αλαμάνας κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Τουρκαλβανός — ο, θηλ. Τουρκαλβανίδα, Ν Αλβανός που έχει ασπαστεί τη μουσουλμανική θρησκεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + Αλβανός. Η λ., στον πληθ. Τουρκαλβανοί, μαρτυρείται από το 1815 στον Χρ. Περραιβό] … Dictionary of Greek
αλβανόπουλο — το [Αλβανός] το παιδί που ζει στην Αλβανία ή κατάγεται από την Αλβανία, νεαρός Αλβανός, αρβανιτόπουλο … Dictionary of Greek
αλβανόφωνος — η, ο αυτός που μιλάει την αλβανική γλώσσα ως μητρική, αλλά δεν είναι Αλβανός κατά την εθνικότητα, ο αλβανόγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός + φωνος < φωνή] … Dictionary of Greek